- ορθοστοιχία
- η [ορθόστοιχος](κυρίως για φυτά) διάταξη, τοποθέτηση, φύτεμα σε ευθεία γραμμή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθόστοιχος — η, ο ταγμένος σε όρθιους στοίχους, τοποθετημένος σε ευθεία γραμμή. επίρρ... ορθοστοίχως σε ευθεία γραμμή, κατά ορθοστοιχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + στοίχος] … Dictionary of Greek